Ποιές είναι οι θετικές επιπτώσεις της λογοθεραπευτικής παρέμβασης στην ποιότητα ζωής των παιδιών με γλωσσική διαταραχή

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ
Κατερίνα Λευθέρη, Χριστίνα Καμουτσή

Εισαγωγή

Στην εποχή μας, η λεκτική επικοινωνία παίζει προωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού μας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή στην ιστορία του ανθρώπου. Ο αιώνας που διανύουμε ονομάστηκε αιώνας της πληροφορικής πριν ακόμα γιορτάσουμε την άφιξή του. Η λέξη «πληροφορική» δεν είναι παρά ο επιτηδευμένος όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την λεκτική προφορική και γραπτή επικοινωνία για την μετάδοση πληροφοριών. Όλοι οι άνθρωποι, με την ελάχιστη εξαίρεση αυτών που έχουν αποτραβηχτεί για δικούς τους λόγους από κάθε κοινωνικό σύνολο, χρησιμοποιούν προφορικό ή γραπτό λόγο σχεδόν διαρκώς από τη στιγμή που θα ανοίξουν τα μάτια τους μέχρι την στιγμή που θα ξανακοιμηθούν. Με τη βοήθεια του λόγου, μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, την τηλεοπτική κάμερα, το κοινωνικό, οικογενειακό, η επαγγελματικό περιβάλλον τους, οι σύγχρονοι άνθρωποι δέχονται και δίνουν οδηγίες στην δουλειά τους, εκφράζουν τις σκέψεις τους στους φίλους τους, δηλώνουν την αγάπη τους, μεταδίδουν τις γνώσεις τους. Δικαιολογημένα λοιπόν δίνεται τόσο βάρος στην σωστή και έγκαιρη εκμάθηση μιας λειτουργίας που κάθε άλλο παρά απλή είναι, αφού χρειάζεται εκατοντάδες νευροδιαβιβάσεις και μυϊκές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο.

Με τη λογική αυτή, ίσως θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (Ε.Γ.Δ.) στα θύματα του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό και ο Lary Leonard, μετά από δεκαετίες μελέτης της διαταραχής αυτής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται καν για διαταραχή, αλλά για έλλειψη ταλέντου σε μια δεξιότητα που καλούμαστε να χρησιμοποιούμε επιδεικνύοντας τις ικανότητές μας ανά πάσα στιγμή της καθημερινής μας ζωής. Σε έναν πολιτισμό όπου δεν θα δινόταν τόσο βάρος στην λεκτική επικοινωνία, η Ε.Γ.Δ. δεν θα υπήρχε σαν πρόβλημα αλλά σαν μια απλή αδυναμία, όπως είναι π.χ. η έλλειψη μουσικού ρυθμού, επιμένει ο ερευνητής, παρά τις επικρίσεις που δέχεται απ’τους αντιπάλους του.

Είτε η Ε.Γ.Δ., είναι μια πραγματική διαταραχή που προκύπτει από αδυναμία ή ελλείψεις του ανθρώπινου βιολογικού συστήματος, είτε είναι η αδυναμία κάποιων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πολιτισμού τους, το αποτέλεσμα είναι ένα. Τα παιδιά με Ε.Γ.Δ. έχουν πρόβλημα στην εκμάθηση και χρησιμοποίηση της πιο σημαντικής από τις δεξιότητες του ανθρώπου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δυνατόν τα προβλήματα στην παραγωγή και κατανόηση λόγου να μην έχουν επιπτώσεις σε πολλές απ’τις πτυχές ζωής τους. Πρόσφατες μελέτες (Coster et al 1999, Redmond & Rice 1998, Davison & Howlin 1997, Beitchman et al 1996) δείχνουν ότι τα παιδιά με προβλήματα λόγου και ομιλίας έχουν περισσότερα κοινωνικά και συναισθηματικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα συμπεριφοράς σε σχέση με παιδιά της ίδιας ηλικίας χωρίς γλωσσική διαταραχή. Η Carson και οι συνεργάτες της (1977) τονίζουν ότι η έγκαιρη αξιολόγηση και θεραπεία γλωσσικών προβλημάτων σε μικρά παιδιά είναι εξαιρετικά σημαντικές για την ομαλή ανάπτυξή τους και την αποφυγή προβλημάτων συμπεριφοράς.

Τις επιπτώσεις αυτές τις ακούμε, τις βλέπουμε, ή ακόμα τις διαισθανόμαστε καθημερινά όσοι από εμάς δουλεύουμε με παιδιά με Ε.Γ.Δ. Και εμείς οι λογοθεραπευτές είμαστε αυτοί που συζητώντας με το παιδί και τους γονείς του βλέπουμε τη ζωή του ν’αλλάζει καθώς ο λόγος του ανθίζει. Μέχρι στιγμής όμως δεν έχει γίνει καμιά συστηματική επιστημονική προσπάθεια να εξακριβωθεί πώς ακριβώς και σε πιο βαθμό επηρεάζεται από τη λογοθεραπεία η ζωή των παιδιών με Ε.Γ.Δ. Σκοπός της προκαταρκτικής αυτής έρευνας είναι η εξακρίβωση τυχών αλλαγών στην ποιότητα ζωής μετά την αποκατάσταση των γλωσσικών δεξιοτήτων σε μικρό δείγμα παιδιών με Ε.Γ.Δ., με απώτερο στόχο τη συνέχιση της ίδιας έρευνας σε μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού, και εφόσον τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι μέσα στους στόχους της έρευνας η εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας της λογοθεραπείας στην αποκατάσταση λόγου. Αυτό έχει ήδη αποδειχτεί από πληθώρα ερευνών (Johnson et al 1999, Law 1997, Nelson et al 1996, Gillete 1992). Εξάλλου, αυτή τη στιγμή πραγματοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μια μεγάλης εμβέλειας μελέτη με αυτόν τον στόχο, από τον Αμερικανικό Σύλλογο Παθολόγων Λόγου και Ομιλίας και με τη συνεργασία της Γραμματείας Υγείας και άλλων σημαντικών φορέων. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφονται.

Ο τρόπος που επιλέξαμε να μετρήσουμε τις μεταβολές που αναφέρθηκαν παρά πάνω είναι με ένα μη σταθμισμένο και ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο ποιότητας ζωής. Ο όρος «ποιότητα ζωής» άρχισε να χρησιμοποιείται την δεκαετία του ’60 στις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων της εποχής, από γιατρούς που ήθελαν να μετρήσουν την ποιότητα ζωής των ασθενών τους (Wood-Dauphine 1999). Ο όρος «ποιότητα ζωής» αναφέρεται στο φυσικό, στο ψυχολογικό, και στο κοινωνικό πεδίο της υγείας που αντιμετωπίζονται σαν ξεχωριστοί τομείς, οι οποίοι επηρεάζονται από τις εμπειρίες, τις ιδέες, τις προσδοκίες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων (Testa 1996). Τα ερωτηματολόγια ποιότητας ζωής χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως σε νοσοκομεία, κλινικές και ιδρύματα και μετρούν την φυσική, συναισθηματική, κοινωνική και σχολική λειτουργία των ασθενών τους (Varni 1999). Για την παρούσα μελέτη δημιουργήθηκε ερωτηματολόγιο που να προορίζεται για παιδιά προσχολικής ηλικίας με Ε.Γ.Δ. και να μετράει, όχι την ύπαρξη προβλημάτων (όπως κάνουν τα άλλα ερωτηματολόγια), αλλά την μεταβολή στους παράγοντες ποιότητας ζωής πριν και μετά τη θεραπεία.

Πληθυσμός

Στην εργασία συμμετείχαν 13 παιδιά (3 κορίτσια και 10 αγόρια) ηλικίας από 3,10 έως 8,7 χρόνων (μέσος όρος ηλικίας: 6,2 χρόνων), που είχαν εκτιμηθεί ότι παρουσιάζουν Ειδική Γλωσσική Διαταραχή από λογοπαθολόγο. Όλα τα παιδιά παρακολουθούσαν πρόγραμμα λογοθεραπείας από 6 έως 34 μήνες (μέσος όρος:12.9 μήνες) και βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της θεραπευτικής αγωγής. Δόθηκε μεγάλη προσοχή στην επιλογή των παιδιών αυτών, έτσι ώστε να υπάρχει μια σχετική ομοιομορφία στις γλωσσικές τους επιδόσεις κατά τη συμπλήρωση της εργασίας.

Έτσι, τα παιδιά που παρακολούθησαν τα μικρότερης διάρκειας προγράμματα λογοθεραπείας ήταν αυτά που ξεκίνησαν με τα λιγότερα γλωσσικά προβλήματα και είχαν μικρότερη γλωσσική απόκλιση από παιδιά της ηλικίας τους με κανονική ανάπτυξη λόγου. Αντίστοιχα, τα παιδιά με το μεγαλύτερο χρόνο παρακολούθησης, ξεκίνησαν με πιο σοβαρά προβλήματα λόγου. Όλα τα παιδιά ήταν σε προσχολικό γλωσσικό επίπεδο όταν ξεκίνησαν λογοθεραπεία και μόνο δύο από αυτά ήταν μαθητές δημοτικού σχολείου όταν συμπληρώθηκε το ερωτηματολόγιο. Επίσης, μετά από προσεκτικές συνεντεύξεις με τους γονείς, κρίθηκε ότι τα παιδιά αυτά δεν είχαν σημαντικές αλλαγές σε άλλες πτυχές της ζωής τους (π.χ. οικογένεια, σχολείο, κ.λ.π.) κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Η μόνη εξαίρεση σε αυτό ήταν ένα παιδί που εντάχτηκε στην 1η δημοτικού.

Τα κριτήρια αξιολόγησης των παιδιών εξακριβώθηκαν από τους κατάλληλους ειδικούς και ήταν τα εξής (Lahey 1988, Stark & Tallal 1981) : α) Φυσιολογική ακοή (τουλάχιστον 25dB στις συχνότητες από 250 έως και 6000Hz), β) Φυσιολογική νοημοσύνη, γ) Έλλειψη διαταραχών νευρολογικής φύσης, δ)Έλλειψη σοβαρών προβλημάτων συμπεριφοράς, διάχυτης εξελικτικής διαταραχής, ή ψυχολογικής διαταραχής, ε) Σοβαρή καθυστέρηση στην έκφραση ή και στην κατανόηση λόγου.

Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν η διαδικασία αξιολόγησης της καθυστέρησης στον λόγο και την ομιλία στα παραπάνω παιδιά, καθώς δεν υπάρχουν ακόμα σταθμισμένα εργαλεία για την αξιολόγηση λόγου σε Ελληνικούς πληθυσμούς. Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν στηρίχτηκαν σε σοβαρές μορφοσυντακτικές και φωνολογικές αποκλίσεις από την φυσιολογική ανάπτυξη λόγου και ομιλίας, όπως αυτή παρουσιάζεται στην βιβλιογραφία (Stephany 1995, εργασία της Ομάδας Έρευνας του Πανελλήνιου Συλλόγου Λογοπεδικών 1995). Οι αποκλίσεις αυτές περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια παρακάτω, στην επεξήγηση του θεραπευτικού προγράμματος. Δεν υπήρξαν σοβαρές αποκλίσεις στην κατανόηση λόγου στο συγκεκριμένο δείγμα πληθυσμού.

Λογοθεραπευτική Παρέμβαση

Τα γλωσσικά προβλήματα των παιδιών αντιμετωπίστηκαν σε τέσσερις τομείς: Φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό και λεξιλογικό. Η θεραπεία ξεκίνησε από το φωνολογικό τομέα στα πέντε παιδιά που η ομιλία τους ήταν μη κατανοητή σε ποσοστό 70% και πάνω. Στα υπόλοιπα παιδιά οι τέσσερις τομείς δουλεύτηκαν παράλληλα.

Τα φωνολογικά προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν περιλάμβαναν συστηματικές παραποιήσεις φωνημάτων και διαδικασίες απλοποίησης απ’τις οποίες οι πιο συχνές ήταν η εμπροσθοποίηση, η οπισθοποίηση, η πτώση συλλαβής, η απλοποίηση συμπλεγμάτων, η αρμονία συμφώνων και η στιγμικοποίηση. Ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος, την ηλικία του παιδιού, τους παράγοντες που αφορούν την προσωπικότητα και την συνεργασία με τον θεραπευτή, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες θεραπευτικοί μέθοδοι τόσο κινητικές, όσο και γνωστικές/γλωσσολογικές (Bernthal & Bankson 1988) σε συνδυασμό μεταξύ τους. Ανεξάρτητα με τη μέθοδο, η αντιμετώπιση είχε ιεραρχικό χαρακτήρα. Διαδικασίες απλοποίησης που κανονικά απομακρύνονται πρώτες απ’την ομιλία του παιδιού (π.χ. εμπροσθοποίηση) και πιο απλές φωνητικές αλλοιώσεις αντιμετωπίστηκαν πρώτες, ενώ, καθώς το παιδί έφτανε τους στόχους του, η δυσκολία μεγάλωνε.

Και στον μορφολογικό και συντακτικό τομέα το θεραπευτικό πρόγραμμα δεν ήταν ομοιόμορφο, αλλά εξαρτήθηκε από τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε παιδιού και περισσότερο από την γλωσσική του απόκλιση από τον μέσο όρο. Κάθε παιδί είχε την δική του μορφοσυντακτική εικόνα με ελλείψεις που μερικές φορές σύγκλιναν με αυτές των άλλων και μερικές φορές είχαν ιδιόμορφο χαρακτήρα. Συνοπτικά, στα 6 παιδιά που όταν ξεκίνησαν θεραπεία είχαν γλωσσική ηλικία κάτω των 24 μηνών οι μορφολογικές και συντακτικές δομές που χρειάστηκε να επεξεργαστούν συμπεριλάμβαναν τις εξής: χρήση πληθυντικού πρώτα σε ουσιαστικά και στη συνέχεια σε ρήματα, χρήση αόριστων και οριστικών άρθρων στην ονομαστική και αιτιατική, προσωπικών αντωνυμιών στο σωστό πρόσωπο, γένος και αριθμό, επιρρημάτων (κυρίως τοπικών), ερωτήσεων με “τι” και “πού”, χρήση άρνησης με “δεν” + ρήμα, και συμφωνία ρήματος και αντικειμένου.
Για τα υπόλοιπα 7 παιδιά που ήταν γλωσσικά πιο προχωρημένα (γλωσσική ηλικία μεγαλύτερη των 24 μηνών) το θεραπευτικό πρόγραμμα περιλάμβανε τα εξής: Χρήση μορφήματος “s” στην γενική κτητική, στον πληθυντικό και σιγματικό αόριστο (εφόσον βέβαια είχε κατακτηθεί το φώνημα /s/), χρήση εξακολουθητικών χρόνων, επιθέτων και επιθετικών προσδιορισμών, ερωτήσεων με “ποιος” και “πότε”, επαυξημένων και προθετικών προτάσεων, παρατακτικής και υποτακτικής σύνδεσης, και παθητικής φωνής.

Όπως και στον φωνολογικό τομέα, χρησιμοποιήθηκαν συνδυασμένοι μέθοδοι ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παιδιού. Σε μερικές περιπτώσεις τα παιδιά μάθαιναν μία-μία τις γραμματικές και μορφολογικές δομές στη σειρά, ακολουθώντας την κανονική πορεία μοσφοσυντακτικής ανάπτυξης, ξεκινώντας δηλαδή από λέξεις και σιγά-σιγά προχωρώντας σε όλο και πιο σύνθετα φαινόμενα. Αυτό γινόταν με την βοήθεια κατάλληλα οργανωμένων παιδικών δραστηριοτήτων (Bricker & Cripe 1992). Ειδικά στα πιο μικρά παιδιά, χρησιμοποιήθηκαν λιγότερο δομημένες μέθοδοι με έμμεσες τεχνικές. Σ’αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά μάθαιναν με τη βοήθεια αντίστροφης μίμησης, ανάπτυξης, προέκτασης, και φορμαρίσματος (recast) του παιδικού λόγου. Όλα αυτά γίνονταν στα πλαίσια παιχνιδιού. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην επιλογή των δραστηριοτήτων, έτσι ώστε αυτές να αντιπροσωπεύουν πραγματικές καταστάσεις επικοινωνίας για το παιδί, με αποτέλεσμα την πιο γρήγορη γενίκευση και σταθεροποίηση των δομών στον αυθόρμητο λόγο.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, γίνονταν τριμηνιαίες εκτιμήσεις λόγου και ομιλίας για την εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας του θεραπευτικού προγράμματος. Κατά τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου, τα παιδιά είχαν επιτύχει τους παραπάνω θεραπευτικούς στόχους κατά τουλάχιστον 80%. Πιο συγκεκριμένα, η ομιλία τους ήταν κατανοητή 100%. Είχαν απομακρύνει τις διαδικασίες απλοποίησης κατά 80% στον αυθόρμητο λόγο, ενώ υπήρξαν μεμονωμένα αρθρωτικά λάθη σε κάποια από τα παιδιά (εσφαλμένη άρθρωση του /r/ και του /ks/). Οι προτάσεις τους ήταν σωστά διαμορφωμένες κατά 80% στον αυθόρμητο λόγο. Υπήρχε δυσκολία στην διατύπωση πιο σύνθετων προτάσεων, όμως όλα τα παιδιά μπορούσαν να επικοινωνήσουν επαρκώς σε οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο. Τέλος, το λεξιλόγιό τους ήταν εμπλουτισμένο τουλάχιστον κατά 50% με καινούριες λέξεις.

Μέθοδος/Εργαλεία

Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο που χορηγήθηκε στους γονείς των παιδιών με Ε.Γ.Δ. στο τελευταίο στάδιο του θεραπευτικού προγράμματος. Το ερωτηματολόγιο διαμορφώθηκε από ομάδα αποτελούμενη από λογοπαθολόγο, ψυχολόγο και παιδοψυχίατρο και αποσκοπούσε στην εξακρίβωση τυχών μεταβολών στην ποιότητα ζωής των παιδιών. Οι γονείς κλήθηκαν να συγκρίνουν παράγοντες σχετικούς με την κοινωνική συμπεριφορά, την επικοινωνία, το παιχνίδι, και τη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών τους πριν και μετά το λογοθεραπευτικό πρόγραμμα. Το ερωτηματολόγιο αποτέλεσαν 25 ερωτήσεις χωρισμένες σε 3 ομάδες (επικοινωνία/κοινωνική συμπεριφορά, συμπεριφορά στο παιχνίδι, και ψυχολογική διάθεση). Οι ερωτήσεις αντιπροσώπευαν προβλήματα ή ελλείψεις στους παραπάνω τομείς και ήταν διατυπωμένες ανάλογα. Π.χ. «Το παιδί δεν απαντά όταν του μιλάνε». Το Ερωτηματολόγιο δεν περιείχε ερωτήσεις που αφορούν τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο, εφόσον στο προκαταρκτικό στάδιο της εργασίας τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν μόνο από γονείς και δεν υπήρξε ακόμα συνεργασία με τους δασκάλους. Επίσης δεν συμπεριλήφθηκε ο παράγοντας φυσική κατάσταση και υγεία των παιδιών, που αποτελεί κριτήριο ποιότητας ζωής, γιατί δεν κρίθηκε σχετικός με το πρόβλημα που εξετάζει η συγκεκριμένη μελέτη. Αντίθετα προστέθηκε η ομάδα ερωτήσεων «συμπεριφορά στο παιχνίδι» η οποία δεν περιλαμβάνεται συνήθως σε ερωτηματολόγια ποιότητας ζωής. Αυτό έγινε γιατί πιστεύουμε ότι, στην προσχολική κυρίως ηλικία, το παιχνίδι αποτελεί την πιο δημιουργική απασχόληση του παιδιού. Για κάθε ερώτηση υπήρχαν τέσσερις πιθανές απαντήσεις: 1) το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει, 2) τώρα υπάρχει τέτοιο πρόβλημα ενώ πριν δεν υπήρχε, 3) πριν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα, αλλά δεν υπάρχει πλέον και 4) δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο πρόβλημα. Για την αποφυγή προβλημάτων στην σωστή κατανόηση των ερωτήσεων, το ερωτηματολόγιο συμπληρωνόταν με την βοήθεια λογοπεδικού.

Αποτελέσματα

Τα αποτελέσματα της εργασίας φαίνονται περιγραφικά στους πίνακες 1 και 2. Για κάθε κατηγορία ερωτήσεων (Επικοινωνία/Κοινωνική Συμπεριφορά, Συμπεριφορά στο Παιχνίδι και Ψυχολογική Διάθεση) υπολογίστηκε το ποσοστό των γονιών που σημείωσαν την απάντηση «1», «2», «3», ή «4» (βλ. Πίνακα 1). Ο πίνακας 2 δείχνει τα ποσοστά όπως αυτά υπολογίστηκαν έχοντας πρώτα αφαιρέσει το ποσοστό των γονιών που σημείωσαν. την απάντηση «4» («ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλημα»).

Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι πάνω από τα μισά παιδιά με Ε.Γ.Δ. παρουσιάζουν προβλήματα στην ποιότητα ζωής τους. Από αυτά τα παιδιά, το μεγαλύτερο ποσοστό βελτίωσε τις δεξιότητές του στον τομέα της επικοινωνίας και κοινωνικής συμπεριφοράς μετά τη βελτίωση στον λόγο. Στους τομείς της συμπεριφοράς στο παιχνίδι και ψυχολογικής διάθεσης περίπου τα μισά παιδιά έδειξαν αλλαγή, ενώ τα άλλα μισά δεν επηρεάστηκαν από την λογοθεραπευτική παρέμβαση. Είναι αξιοπερίεργο ότι η ψυχολογική διάθεση κάποιων παιδιών (23.5%) φαίνεται να επηρεάστηκε αρνητικά από τη θεραπευτική παρέμβαση. Το φαινόμενο αυτό θα συζητηθεί αργότερα.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΑΠ. 1 ΑΠ. 2 ΑΠ. 3 ΑΠ.4
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ /ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ: 20% 2% 38% 40%
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: 27% 14% 17% 42%
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ: 26% 0% 23% 51%
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΑΠ. 1 ΑΠ. 2 ΑΠ. 3
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ /ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ: 34% 4% 63%
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: 47% 23.5% 29.5%
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ: 53% 0% 47%

Συμπεράσματα

Για την ανάλυση των αποτελεσμάτων και την διαμόρφωση συμπερασμάτων, τα ποσοστά που ενδιαφέρουν περισσότερο είναι αυτά που βρίσκονται στον πίνακα 2. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο πίνακας 2 περιέχει τα ποσοστά των παιδιών που παρουσίασαν προβλήματα ή ελλείψεις σε τομείς της ποιότητας ζωής τους. Αυτά είναι τα παιδιά που μας ενδιαφέρουν στην προκειμένη περίπτωση, αφού στόχος μας δεν είναι να εξακριβώσουμε την καθεαυτό ύπαρξη ή όχι προβλημάτων σε παιδιά με Ε.Γ.Δ., αλλά να διακρίνουμε τις αλλαγές στην συμπεριφορά των παιδιών, που προκύπτουν μετά το λογοθεραπευτικό πρόγραμμα. Τα αποτελέσματα της εργασίας δείχνουν ότι ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών με Ε.Γ.Δ. παρουσίασαν μετά τη λογοθεραπευτική παρέμβαση σημαντική αλλαγή σε κάποιους από τους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους.

Η συμπεριφορά στο παιχνίδι βελτιώθηκε στα μισά περίπου παιδιά (47%). Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι παράγοντες που εξετάστηκαν σ’αυτήν την κατηγορία δεν έχουν άμεση σχέση με την επικοινωνία. Παράγοντες όπως αν «το παιδί αναλαμβάνει πρωτοβουλίες» ή αν «καταστρέφει αντικείμενα όταν παίζει» δεν προϋποθέτουν σωστή ομιλία και λόγο, δείχνουν όμως πτυχές της ζωής και της συμπεριφοράς του παιδιού. Το γεγονός ότι τα μισά παιδιά έδειξαν βελτίωση στην συμπεριφορά τους στο παιχνίδι μετά τη λογοθεραπεία, υποδεικνύει πιθανή σχέση μεταξύ της ικανότητας λόγου και της μη λεκτικής συμπεριφοράς του παιδιού στην καθημερινή του ζωή. Αυτό θα μελετηθεί πιο σωστά στην ολοκληρωμένη μορφή της έρευνας, όπου θα υπάρχει μεγαλύτερο δείγμα παιδιών και άρα καλύτερα στατιστικά αποτελέσματα.

Η ψυχολογική διάθεση άλλαξε στα μισά παιδιά. Από αυτά, σε αντίθεση με τις προβλέψεις μας, ένα μεγάλο ποσοστό έδειξε αρνητική αλλαγή. Αρχικά, πιστεύαμε ότι εφόσον μετά το θεραπευτικό πρόγραμμα τα παιδιά επικοινωνούσαν πιο αποτελεσματικά θα είχαν και καλύτερη ψυχολογική διάθεση. Υπάρχουν δύο πιθανές εξηγήσεις γι’αυτή την αντίφαση. Η πρώτη εξήγηση είναι ότι η αλλαγή ήταν τυχαία, προκλήθηκε δηλαδή από παράγοντες που δεν είχαν σχέση με τη λογοθεραπεία. Η δεύτερη εξήγηση προκύπτει μετά από πιο λεπτομερή ανάλυση των αποτελεσμάτων, που δείχνει ότι τα παιδιά που εμφάνισαν αρνητική ψυχολογική διάθεση, μετά τη λογοθεραπεία θύμωναν και εκνευρίζονταν πιο εύκολα, ήταν όμως λιγότερο σκεφτικά, πιο σίγουρα για τον εαυτό τους και έδειχναν τα συναισθήματά τους πιο συχνά. Ο θυμός μπορεί να οφείλεται στο ότι μετά την έναρξη της λογοθεραπείας οι γονείς τους ήταν πιο απαιτητικοί και συχνά διόρθωναν την ομιλία των παιδιών δημιουργώντας έτσι προστριβές στη σχέση τους.

Η επικοινωνία και η κοινωνικότητα έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό (σε 63% των παιδιών, έναντι 34% που δεν παρουσίασαν αλλαγή). Σ’ένα πολιτιστικό πλαίσιο, σαν το δικό μας, όπου η κοινωνικότητα των ανθρώπων στηρίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο, τα παιδιά που δεν έχουν αναπτύξει τις γλωσσικές τους δεξιότητες σε επίπεδο ίδιο με αυτό του μέσου όρου, παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα κοινωνικότητας. Αυτό είναι και ένα από τα κύρια επιχειρήματά μας, όταν προσπαθούμε να υποστηρίξουμε την αναγκαιότητα της λογοθεραπείας. Η πιο συχνή αντίρρηση που αντιμετωπίζουμε είναι ότι το παιδί μεγαλώνοντας θα καλύψει την γλωσσική αναπτυξιακή απόκλιση από μόνο του και άρα η παρέμβαση είναι περιττή. Ακόμα όμως και αν δεχτούμε αυτόν τον αρκετά αμφίβολο ισχυρισμό, ειδικά για παιδιά με πιο σοβαρό βαθμό Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής, με το να στερούμε τα παιδιά αυτά από έγκαιρη βοήθεια, είναι σαν να τα καταδικάζουμε σε κοινωνική απομόνωση. Και αυτό στην ευαίσθητη προσχολική ηλικία, όταν τα παιδιά διαμορφώνουν εντυπώσεις και βιώματα πάνω στα οποία θα στηρίξουν την υπόλοιπη ζωή τους.

Συμπερασματικά, η προκαταρκτική αυτή μελέτη επιβεβαίωσε τις προβλέψεις μας ότι ή λογοθεραπεία επιδρά θετικά σε πολλούς από τους παράγοντες στη ζωή ενός παιδιού με Ε.Γ.Δ. Η επικοινωνία τους είναι πιο αποτελεσματική με συνέπεια την πιο ομαλή και ανώδυνη κοινωνικοποίηση τους. Οι σχέσεις τους με τους συνομήλικούς τους αλλά και με τους ενήλικες είναι καλύτερες, το παιχνίδι τους πιο ήρεμο και δημιουργικό, και έχουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση.

Εφ’όσον κατά το διάστημα της θεραπείας δεν υπήρξε άλλη μεγάλη διαφορά στη ζωή των παιδιών, πέρα από τη λογοθεραπεία, συμπεραίνουμε ότι οι παραπάνω αλλαγές οφείλονται κυρίως σε αυτήν. Όμως, στο επόμενο στάδιο της μελέτης θα συμπεριληφθεί μια ομάδα παιδιών με φυσιολογική ανάπτυξη σε όλες τις δεξιότητές τους, έτσι ώστε να υπάρχει επιστημονική βεβαιότητα ότι τυχαίοι παράγοντες και η αλλαγή της ηλικίας δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των παιδιών με Ε.Γ.Δ. Επίσης θα συμπεριληφθούν περισσότερα παιδιά με Ε.Γ.Δ. και θα χωριστούν σε ομάδες, ανάλογα με την γλωσσική τους απόκλιση απ’ τον μέσο όρο. Πιστεύουμε ότι τα παιδιά με τη μεγαλύτερη απόκλιση θα έχουν και μεγαλύτερες αλλαγές στη ζωή τους μετά την αποκατάσταση του λόγου τους.

Βιβλιογραφία

Beitchman, J., Wilson, B., Brownlie, E., Walters, H., Inglis, A., Lancee, W. (1996). Long-term consistency in speech/language profiles: II. Behavioral, emotional, and social outcomes. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 35(6), 815-25.
Bernthal, J. E. & Bankson N.W. (1988). Articulation and Phonological Disorders. New Jersey: Prectice Hall.
Bricker, D. & Cripe, J. (1992). An activity-based approach to early intervention. Baltimore, MD: Paul H. Brookes.
Carson, D., Klee, T., Perry, C., Donaghy, T., Muskina, G. (1997). Measures of language proficiency as predictors of behavioral difficulties, social and cognitive development in 2-year-old children. Perceptual and Motor Skills, 84(3 Pt 1), 923-30.
Coster, F., Goorhuis-Brouwer, S., Nakken, H., Spelberg, H. (1999). Specific language impairments and behavioural problems. Folia Phoniatrica Logopedica, 51(3), 99-107.
Davison, F., & Howlin, P. (1997). A follow –up study of children attending a primary-age language unit. European Journal of Disorders of Communication, 32(1), 19-36.
Gillete, Y. (1992). Family-centered early intervention: an opportunity for creative practice in speech-language pathology. Clinical Communication Disorders, 2(3), 48-60.
Johnson, C., Beitchman, J., Young, A., Escobar, M., Atkinson, L., Wilson, B., Brownlie, E., Douglas, L., Taback, N., Lam, I., Wang, M. (1999). Fourteen-year follow-up of children with and without speech/language impairments: speech/language stability and outcomes. Journal of Speech and Hearing Research, 42(3), 744-60.
Lahey, M. (1988). Language Disorders and Language Development. New York: Macmillan Publishing Company.
Law, J. (1997). Evaluating intervention for language impaired children: a review of the literature. European Journal of Disorders of Communication, 32, 1-14
Leonard, L. (1988). Is specific language impairment a useful construct? In S. Rosenberg (Ed.), Advances in applied psycholinguistics: Vol 1. Disorders of First Language Development. New York: Cambridge University Press.
Nelson, K., Camarata, S., Welsh, J., Butkovsy, L., Camarata, M. (1996). Effects of imitative and conversational recasting treatment on the acquisition of grammar in children with specific language impairment and younger language-normal children. Journal of Speech and Hearing Research, 39(4), 850-9.
Redmond, S., & Rice, M. (1998). The socioemotional behaviors of children with SLI: Social Adaptation or Social Deviance? Journal of Speech and Hearing Research, 41(3), 688-700.
Stark, R., & Tallal, P. (1981). Selection of children with specific language deficit. Journal of Speech and Hearing Disorders, 46, 114-122.
Stephany, U. (1981). Verbal grammar in early Modern Greek child language: In P.S. Dale & D. Ingram (Eds.), Child language: An international perspective (pp. 45-57). Baltimore: University Park Press.
Stephany, U. (1995). The acquisition of Greek. In D. I. Slobin (Ed.), The Crosslinguistic Study of Language Acquisition, vol. 4. Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates.
Testa, M., Simonson, D.(1996). Assessment of quality-of-life outcomes. New England Journal of Medicine, 334, 835-40.
Varni, J., Seid, M., Kurtin, P. (1999). Pediatric health-related quality of life measurement technology: A guide for health care decision makers. Journal of Clinical Outcomes Management, 6, 33-40.
Wood-Dauphinee, S. (1999). Assessing quality of life in clinical research: from where have we come and where are we going? Journal of Clinical Epidemiology, 52, 355-63.